-
1 διαφωνία
[диафониа] ουσ. Θ. разногласие,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διαφωνία
-
2 несогласие
несогласиес1. (разногласие) ἡ ἀσυμφωνία, ἡ διαφωνία, ἡ διαφορά:\несогласие во мнениях ἡ διαφωνία γνωμών \несогласие во взглядах ἡ διαφορά ἀντιλήψεων2. (разлад) ἡ διαφωνία, ἡ διχόνοια, ἡ διχογνωμία·3. (отказ) ἡ ἄρνησις. -
3 разногласие
-
4 разногласие
разноглас||иеἡ διαφωνία, ἡ διαφορά, ἡ διάσταση [-ις]:вносить \разногласиеия ἐπιφέρω διάσταση· \разногласиеия во взглядах ἡ διαφορά ἀντιλήψεων, ἡ διαφωνία στίς ἀπόψεις. -
5 разногласие
η διαφωνία, η ασυμφωνία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разногласие
-
6 расхождение
1. (тех., мат.) (отклонение от нормы) η απόκλιση 2. (разногласие, противоречие)η διαφωνία, η διάσταση, η διαφορά 3. (стыка, шва) η διάνοιξη, το άνοιγμα (π.χ. τηςραφής, της ένωσης) 4. (разница, различие,неравенство) η διαφορά, η διάσταση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расхождение
-
7 возражение
возражениес ἡ ἀντίρρηση [-ις], ἡ ἀν-τιλογία, ἡ ἀντιγνωμία, ἡ διαφωνία:без \возражениеий! χωρίς ἀντιλογία!, χωρίς ἀντιρρήσεις!· \возражениеий нет? ἔχει κανείς ἀντίρρηση; -
8 нелады
неладымн. разг ἡ διχόνοια, ἡ διαφωνία, τό μάλωμα, τό τσούγκρισμα:у и их \нелады μαλώνουν μεταξύ τους· у нас с иим \нелады δέν τά πάμε καλή μαζί του. -
9 объявлять
объявлятьнесов1. (сообщать) γνωστοποιώ, δηλώνω, ἀνακοινώνω:\объявлять о своем несогласии δηλώνω διαφωνία·2. (оглашать) ἀνακοινώνω, κοινοποιώ:\объявлять решение суда ἀνακοινώνω δικαστική ἀπόφαση· \объявлять приговор κοινοποιώ καταδικαστική ἀπόφαση·3. (заявлять о начале чего-л.) κηρύττω:\объявлять войну κηρύττω τόν πόλεμο· \объявлять конкурс προκηρύττω διαγωνισμό14. (кого-что кем-чем или каким) θεωρώ, βγάζω:\объявлять» договор недействительным θεωρῶ ἄκυρη τή συμφωνία· ◊ \объявлять благодарность ἐκφράζω εὐχαριστίες· \объявлять шах шахм. ἀπειλω τόν βασιληά (στό σκάκι). -
10 разлад
разладм ἡ διαφωνία, ἡ διχόνοια:\разлад в работе ἡ ἀταξία στή δουλειά· семейный \разлад οἱ οἰκογενειακοί καυγάδες· жить в \разладе ζῶ σέ διχόνοια· вносить \разлад βάζω ζιζάνια, σπείρω διχόνοια -
11 расхождение
расхождениес ἡ διάσταση [-ις], ἡ διαφορά/ ἡ διαφωνία (во мнениях). -
12 несогласие
[νισαγκλάσιιε] ουσ. ο. ασυμφωνία, διαφωνία -
13 разлад
[ραζλάτ] ουσ. α διαφωνία -
14 разногласие
[ραζναγκλάσιιε] ουσ. ο. διαφωνία -
15 несогласие
[νισαγκλάσιιε] ουσ ο ασυμφωνία, διαφωνία -
16 разлад
[ραζλάτ] ουσ α διαφωνία -
17 разногласие
[ραζναγκλάσιιε] ουσ ο διαφωνία -
18 дивергенция
-и θ.διχασμός, διακλάδωση. || μτφ. διχογνωμία, διαφωνία, διχόνοια. -
19 извинить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. извиненный, βρ: -нён, -нена, -нено.1. συγχωρώ•-йте! συγγνώμη!•
прошу извинить меня за беспокойство ζητώ συγγνώμη για την ενόχληση•
-те что я пришл не во время με συγχωρείτε που ήρθα σε ακατάλληλ.η ώρα.
εκφρ.извини(те); нет, извините; нет уж (это) извините извинить – (για διαφωνία, διαμαρτυρία) με συγχωρείτε; όχι με συγχωρείτε, με συγχωρεί η αγάπη σας•извините за выражение – με συγχωρείτε για την έκφραση.1. ζητώ συγγνώμη.2. παλ. δικαιολογούμαι (ζητώ συγγνώμη δικαολογούμενος). -
20 разброд
-а α.1. αναχώρηση προς διάφορες κατευθύνσεις! άλλος εδω, άλλος εκεί• σκόρπισμα, σκορποχώρι.2. μτφ. (για σκέψεις) διασπορά, ακαταστασία• σύγχυση.3. μτφ. διαφωνία, διχογνωμία•идейный разброд διαφορά απόψεων.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διαφωνία — διαφωνίᾱ , διαφωνία discord fem nom/voc/acc dual διαφωνίᾱ , διαφωνία discord fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφωνίᾳ — διαφωνίαι , διαφωνία discord fem nom/voc pl διαφωνίᾱͅ , διαφωνία discord fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφωνία — Διχογνωμία, διάσταση γνωμών· παραφωνία ή κακοφωνία. (Μουσ.) Διάταξη δύο ή περισσότερων φθόγγων που ηχούν είτε ταυτόχρονα (συγχορδία) είτε ο ένας μετά τον άλλον (μελωδία) και από άποψη παραδοσιακής αρμονίας, δημιουργούν αίσθημα δυσαρμονίας. Οι… … Dictionary of Greek
διαφωνία — η διάσταση απόψεων, ασυμφωνία: Ο υπουργός παραιτήθηκε, αφού πρώτα εξέφρασε δημόσια τη διαφωνία του με την πολιτική της κυβέρνησης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαφωνίας — διαφωνίᾱς , διαφωνία discord fem acc pl διαφωνίᾱς , διαφωνία discord fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφωνίαι — διαφωνία discord fem nom/voc pl διαφωνίᾱͅ , διαφωνία discord fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφωνίαν — διαφωνίᾱν , διαφωνία discord fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφωνιῶν — διαφωνία discord fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφωνίαις — διαφωνία discord fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχίσμα — Η διάσταση ομάδων πιστών από τη θρησκευτική τους κοινότητα. Με την έννοια αυτή το σ. συναντιέται σε διάφορες θρησκείες, όπως στο βουδισμό, στον τζαϊνισμό, στον ιουδαϊσμό και στον ισλαμισμό. Στο χριστιανισμό δείχνει, ιδιαίτερα, διαφωνία που… … Dictionary of Greek
Βενιζέλος, Ελευθέριος — (Μουρνιές, Κρήτη 1864 – Παρίσι 1936).Πρωθυπουργός επί σειρά ετών, ο πρώτος πολιτικός της χώρας που ονομάστηκε Εθνάρχης. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εγκαταστάθηκε ως δικηγόρος στα Χανιά (1886), ενώ γρήγορα αναμείχτηκε και στην… … Dictionary of Greek