Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η διαφωνία

См. также в других словарях:

  • διαφωνία — διαφωνίᾱ , διαφωνία discord fem nom/voc/acc dual διαφωνίᾱ , διαφωνία discord fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφωνίᾳ — διαφωνίαι , διαφωνία discord fem nom/voc pl διαφωνίᾱͅ , διαφωνία discord fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφωνία — Διχογνωμία, διάσταση γνωμών· παραφωνία ή κακοφωνία. (Μουσ.) Διάταξη δύο ή περισσότερων φθόγγων που ηχούν είτε ταυτόχρονα (συγχορδία) είτε ο ένας μετά τον άλλον (μελωδία) και από άποψη παραδοσιακής αρμονίας, δημιουργούν αίσθημα δυσαρμονίας. Οι… …   Dictionary of Greek

  • διαφωνία — η διάσταση απόψεων, ασυμφωνία: Ο υπουργός παραιτήθηκε, αφού πρώτα εξέφρασε δημόσια τη διαφωνία του με την πολιτική της κυβέρνησης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαφωνίας — διαφωνίᾱς , διαφωνία discord fem acc pl διαφωνίᾱς , διαφωνία discord fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφωνίαι — διαφωνία discord fem nom/voc pl διαφωνίᾱͅ , διαφωνία discord fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφωνίαν — διαφωνίᾱν , διαφωνία discord fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφωνιῶν — διαφωνία discord fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφωνίαις — διαφωνία discord fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχίσμα — Η διάσταση ομάδων πιστών από τη θρησκευτική τους κοινότητα. Με την έννοια αυτή το σ. συναντιέται σε διάφορες θρησκείες, όπως στο βουδισμό, στον τζαϊνισμό, στον ιουδαϊσμό και στον ισλαμισμό. Στο χριστιανισμό δείχνει, ιδιαίτερα, διαφωνία που… …   Dictionary of Greek

  • Βενιζέλος, Ελευθέριος — (Μουρνιές, Κρήτη 1864 – Παρίσι 1936).Πρωθυπουργός επί σειρά ετών, ο πρώτος πολιτικός της χώρας που ονομάστηκε Εθνάρχης. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εγκαταστάθηκε ως δικηγόρος στα Χανιά (1886), ενώ γρήγορα αναμείχτηκε και στην… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»